- ὑποτεταγμένα
- подчиненное
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ὑποτεταγμένα — ὑποτάσσω place perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑποτεταγμένᾱ , ὑποτάσσω place perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑποτεταγμένᾱ , ὑποτάσσω place perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτεταγμένας — ὑποτεταγμένᾱς , ὑποτάσσω place perf part mp fem acc pl ὑποτεταγμένᾱς , ὑποτάσσω place perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… … Dictionary of Greek
ὑποτεταγμέναι — ὑποτάσσω place perf part mp fem nom/voc pl ὑποτεταγμένᾱͅ , ὑποτάσσω place perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)